- κυανανθρένιο
- τοχημ. κυανή χρωστική ύλη γνωστή και ως κυανό τού ινδανθρενίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. γαλλ. cyananthrene < cyan(o)- (< κύανος) + -anthrene (< anthr- < ἄνθραξ) + κατάλ. -ene].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.